- ἐσκόρπισε
- σκορπίζωscatteraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκορπίζω — ΝΑ, και σκροπίζω Ν 1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι β. «τοὺς δ ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ… … Dictionary of Greek